κολάκων

κολάκων
κόλαξ
flatterer
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… …   Dictionary of Greek

  • λιχμώ — λιχμῶ, άω, μέσ. λιχμῶμαι και λιχνῶμαι (Α) 1. (για φίδι) παίζω με τη γλώσσα (α. «γλώσσῃσι δυοφερῇσι λελιχμότες», Ησίοδ. β. «ἑκατόν... κεφαλαὶ κολάκων... ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν» εκατό κόλακες έπαιζαν τριγύρω σαν τα φίδια, Αριστοφ.) 2. γλείφω… …   Dictionary of Greek

  • παραδρομή — η, ΝΜΑ νεοελλ. απροσεξία, αβλεψία («λάθος εκ παραδρομής») μσν. (για χρόνο) παρέλευση, πέρασμα («μετὰ δὲ τὴν παραδρομὴν τούτων τῶν δέκα χρόνων», Διήγ. Αχιλλ.) αρχ.1. το να τρέχει κάποιος πλησίον ή παραπλεύρως ενός άλλου, δηλ. το να συνοδεύει και… …   Dictionary of Greek

  • σκυλοκέφαλος — ο, Ν 1. αυτός που έχει κεφάλι όμοιο με κεφάλι σκύλου, κυνοκέφαλος 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Σκυλοκέφαλοι (λαογρ.) α) ονομασία μυθικού λαού αγρίων, που σύμφωνα με την παράδοση είχαν σώμα και φωνή ανθρώπου και κεφάλι σκύλου και κατοικούσαν… …   Dictionary of Greek

  • Στάλιν, Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς — (ψευδώνυμο του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι). Σοβιετικός πολιτικός (Γκόρι, Γεωργία 1879 Μόσχα 1953). Αφού τον απέβαλαν το 1899 από την ιερατική σχολή εξαιτίας της συμμετοχής του σε μια πατριωτική και σοσιαλιστική οργάνωση, ο Σ. αφοσιώθηκε σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”